πορδώ

πορδώ
πορδῶ ΝΑ [πορδή]
κλάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σίλλος — ὁ, ΜΑ σκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ. β. «σίλλοι ἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.) αρχ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής… …   Dictionary of Greek

  • σιληπορδώ — και δωρ. σιλαπορδῶ, έω, Α συμπεριφέρομαι με αναίδεια, με χυδαίο εγωισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιλη + πορδῶ (< πορδή < πέρδομαι). Για το α συνθετικό σιλη έχει διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέεται με το Σιληνός (πρβλ. Πορδο σιλήνη «ονομασία νησιού») ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”